- βαπτιστοῦ
- βαπτιστήςone that dipsmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du … Wikipedia
May 25 (Eastern Orthodox liturgics) — May 24 Eastern Orthodox Church calendar May 26 All fixed commemorations below celebrated on June 7 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes … Wikipedia
Vaptisti — is a settlement in the Kilkis prefecture of Greece. Distances The village of Vaptisti is near: *Kilkis 12 km *Industrial area of Kilkis 5 km *Thessaloniki 46 km *Polykastro 15 km *Athens 556 kmPopulationFew years ago the population of Vaptisti… … Wikipedia
Johannes Ildephonsus Ignatius Varela — et Lossado , der Gründer der Gesellschaft der »Büsser von Jesus dem Nazarener«, wurde zu Brige in der spanischen Diöcese Lugo im Königreich Gallicien, von edlem Geschlechte geboren am 14. Dec. 1723. Der mit guten Anlagen ausgestattete, fromme und … Vollständiges Heiligen-Lexikon
Vaptistis — (Greek: Βαπτιστής) is a settlement in the Kilkis prefecture of Greece. Contents 1 Distances 2 Population 3 History 4 Other … Wikipedia
βαφτιστής — και βαπτιστής, ο (AM βαπτιστής) 1. αυτός που βαφτίζει κάποιον 2. ο Ιωάννης ο Πρόδρομος που βάφτισε τον Χριστό («Άι μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή Κυρίου», «τοῡ ἁγίου ἐνδόξου Προδρόμου και Βαπτιστοῡ Ἰωάννου») νεοελλ. Βαπτιστές, οι ονομασία… … Dictionary of Greek
γεννητός — γεννητός, ή, όν (AM) [γεννώ] αυτός που οφείλει την ύπαρξή του σε γέννηση και δεν πλάστηκε ως κτίσμα τής Δημιουργίας («θεὸν γεννητὸν κατὰ σάρκα», «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῑς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῡ Βαπτιστοῡ», ΚΔ) ή δεν υιοθετήθηκε («εἴτε… … Dictionary of Greek
σύναξη — η / σύναξις, άξεως, ΝΜΑ [συνάγω] 1. συναγωγή, συγκέντρωση, συνάθροιση 2. εκκλ. λειτουργική συνάθροιση τών πιοτών για τον εορτασμό εορτής ή μνήμης ενός αγίου (α. «σύναξη τού Αγίου Ιωάννου τού Βαπτιστού» β. «σύναξη τής Θεοτόκου») 3. φρ. «Ιερὰ… … Dictionary of Greek
Κιλκίς, δήμος — Δήμος (24.812 κάτ.) του νομού Κιλκίς, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Βαπτιστού, Κρηστώνης, Λειψυδρίου, Μεγάλης Βρύσης, Μελανθίου, Μεσιανού, Σταυροχωρίου και … Dictionary of Greek
Τζιγάλας — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Αζαρίας (Σαντορίνη 1660 – 1740). Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου και δίδαξε αργότερα και ο ίδιος (1709 11). Διετέλεσε δάσκαλος των παιδιών του άλλοτε ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Ρακοβίτζα και μετά του… … Dictionary of Greek